- πάσμα
- πάσμαsprinklingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάσμα — (I) τὸ, ΜΑ [πάσσω] μσν. επίθεμα αρχ. 1. αυτό που πασπαλίζεται 2. (στην ιατρ.) ειδική σκόνη. (II) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) μίσχος, κοτσάνι β) κουβάρι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας πενθ τού πεῖσμα* (II)] … Dictionary of Greek
πάσμασι — πάσμα sprinkling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσμασιν — πάσμα sprinkling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσματα — πάσμα sprinkling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσματι — πάσμα sprinkling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσματος — πάσμα sprinkling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασμάτιον — τὸ, Α [πάσμα, ατος (II)] μικρό κόσμημα … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
πρόπασμα — άσματος, τὸ, Α θεραπευτική αλοιφή ή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάσμα (στην ιατρ.) «ειδική σκόνη» (< πάσσω «πασπαλίζω»)] … Dictionary of Greek
bhendh- — bhendh English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Material: O.Ind. badhnü ti, only later bandhati “binds, fetters, captures, takes prisoner, put together “, Av. bandayaiti “binds”, participle O.Ind. baddhá , Av. ap.… … Proto-Indo-European etymological dictionary